- λεπτοκάρυο(ν)
- το лесной орех, фундук (плод)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεπτοκάρυο — και λεφτόκαρο, το (AM λεπτοκάρυον, Μ και λεφτοκάρυον και λεπτόκαρον και λεφτόκαρον και λεπτοκάρυ και λεφτοκάρυ) ο καρπός τού φυτού λεπτοκαρυά, το φουντούκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάρυο «καρύδι»] … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
λεπτοκαρυά — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.225 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά στην ακτή, 26 χλμ. ΝΑ της Κατερίνης. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανατολικού Ολύμπου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ … Dictionary of Greek
λεπτοκαρύινος — λεπτοκαρύϊνος, ΐνη, ον (Α) [λεπτοκάρυο] κατασκευασμένος από ξύλο λεπτοκαρυάς … Dictionary of Greek
λεφτόκαρο — το βλ. λεπτοκάρυο … Dictionary of Greek
φουντούκι — το (λ. τουρκ.), ο καρπός της φουντουκιάς (βλ. λ.), το λεπτοκάρυο, το λεφτόκαρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)